ἀφιερώσει

ἀφιερώσει
ἀφιέρωσις
hallowing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀφιερώσεϊ , ἀφιέρωσις
hallowing
fem dat sg (epic)
ἀφιέρωσις
hallowing
fem dat sg (attic ionic)
ἀφιερόω
hallow
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀφιερόω
hallow
fut ind mid 2nd sg
ἀφιερόω
hallow
fut ind act 3rd sg
ἀ̱φιερώσει , ἀφιερόω
hallow
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱φιερώσει , ἀφιερόω
hallow
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀφιερόω
hallow
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀφιερόω
hallow
fut ind mid 2nd sg
ἀφιερόω
hallow
fut ind act 3rd sg
ἀφῑερώσει , ἀφιερόω
hallow
futperf ind mp 2nd sg
ἀφῑερώσει , ἀφιερόω
hallow
futperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …   Dictionary of Greek

  • Δεκέμβριος — Δωδέκατος και τελευταίος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου που χρησιμοποιείται σήμερα, αλλά ο δέκατος μήνας (από όπου και η ονομασία του: decen = δέκα) του παλαιού ρωμαϊκού ημερολογίου, που άρχιζε την 1η Μαρτίου. Στις πρώτες λατινικές κοινότητες… …   Dictionary of Greek

  • Ναύκρατις — Αρχαία ελληνική αποικία της Αιγύπτου. Βρισκόταν κοντά στον κανωβικό βραχίονα του Νείλου, στην περιοχή της Σαΐδας, 75 χλμ. ΝΑ της Αλεξάνδρειας. Ιδρύθηκε περί τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. από τους Μιλησίους μισθοφόρους του Ψαμμητίχου A’. Υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Νοέμβριος — Ενδέκατος μήνας του χρόνου με 30 ημέρες. Ήταν ο ένατος μήνας με τριάντα ημέρες του αρχαίου ρωμαϊκού νουμιανού ημερολογίου και έγινε ενδέκατος (με 31 ημέρες) του Ιουλιανού. Επί Αυγούστου όμως ξαναγύρισε στις 30 ημέρες. Κατά τον μήνα αυτόν, ο Ηλιος …   Dictionary of Greek

  • Πέρσης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τιτάνα Κρείου και της Ευρύβιας. Ήταν πατέρας της Εκάτης από την Αστερία, την αδελφή της Λητούς. Το προελληνικό αυτό όνομα σχετίζεται με θεότητες του κάτω κόσμου, για παράδειγμα, Περσεφόνη,… …   Dictionary of Greek

  • Φεβρουάριος — Δεύτερος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Έχει 28 μέρες και 29 στα δίσεκτα έτη. Ο μήνας Φ. προσετέθηκε από τον Νουμά Πομπίλιο στον τελευταίο μήνα του ρωμαϊκού έτους. Το 154 π.Χ. μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση. Επειδή ήταν πολύ βροχερός μήνας …   Dictionary of Greek

  • αφιερώνω — (AM ἀφιερῶ, όω) [ιερώ] προσφέρω, χαρίζω κάτι στον θεό σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. προσφέρω σε κάποιον κάτι (συνήθως έργο δικό μου) σε ένδειξη σεβασμού ή αγάπης 2. αφιερώνομαι (ή αφιερώνω τον εαυτό μου ή την προσοχή μου σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… …   Dictionary of Greek

  • ερμητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διδασκαλία Ερμή τού Τρισμεγίοτου («ερμητικά συγγράμματα») 2. αυτός που συγκολλήθηκε ύστερα από μετατροπή μετάλλου, ο αδιαπέραστος, ο στεγανός. επίρρ... ερμητικώς και ά 1. αδιαπέραστα, στεγανά 2. κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”